- μπερντές
- και μπερτές, ο1. παραπέτασμα πόρτας ή παραθύρου, κουρτίνα2. αυλαία θεάτρου3. λαϊκή ονομασία τού καταρράκτη τών ματιών4. φρ. «καραγκιόζ μπερντές» — λευκή οθόνη πάνω στην οποία προβάλλονται οι σκιές τού θεάτρου τού καραγκιόζη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perde].
Dictionary of Greek. 2013.